πνευμονίς

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πνευμονίς Medium diacritics: πνευμονίς Low diacritics: πνευμονίς Capitals: ΠΝΕΥΜΟΝΙΣ
Transliteration A: pneumonís Transliteration B: pneumonis Transliteration C: pnevmonis Beta Code: pneumoni/s

English (LSJ)

v. πλευμονίς.

German (Pape)

[Seite 640] ίδος, ἡ, att. πλευμ., = πνευμονία.

Greek (Liddell-Scott)

πνευμονίς: -ίδος, ἡ, περιπνευμονία, Ἱππ. 533. 16.

Greek Monolingual

και πλευμονίς,-ίδος, ἡ, Α
η περιπνευμονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεύμων/πλεύμων, -ονος + επίθημα -ίς, -ίδος].