ποδοπάτηση

From LSJ

Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 468

Greek Monolingual

η, Ν
1. το να πατάει κάποιος με τα πόδια κάποιον άλλον, να τον κλοτσάει
2. μτφ. ηθική μείωση, ταπείνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδοπατώ. Η λ., στον λόγιο τ. ποδοπάτησις, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Αιών].