Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
Full diacritics: ποκκί | Medium diacritics: ποκκί | Low diacritics: ποκκί | Capitals: ΠΟΚΚΙ |
Transliteration A: pokkí | Transliteration B: pokki | Transliteration C: pokki | Beta Code: pokki/ |
or πὸκ κί, = πρὸς τί, but in meaning = ὅτι, that, IG9(2).517.12 (Larissa, iii B.C.).
ή πὸκ κί, Α
προς τί, προς ότι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποκ (άλλος τ. του ποτί) + κί (< τί, με αφομοίωση)].