πολεμώνιον

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολεμώνιον Medium diacritics: πολεμώνιον Low diacritics: πολεμώνιον Capitals: ΠΟΛΕΜΩΝΙΟΝ
Transliteration A: polemṓnion Transliteration B: polemōnion Transliteration C: polemonion Beta Code: polemw/nion

English (LSJ)

τό, name of a plant,
A Hypericum olympicum, Dsc.4.8.
2 ἡ πολεμώνιος βοτάνη horsemint, Mentha longifolia, Hippiatr. 32; called πολεμώνιον, τό, ibid.; πολεμωνία βοτάνη ib.86.

Greek Monolingual

πολεμόνιο, το / πολεμώνιον, ΝΑ
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη πολεμονιώδη και στην οικογένεια πολεμονιίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. πολεμώνιον έχει παραχθεί από το ανθρωπωνύμιο Πολέμων, ενώ ο νεοελλ. τ. είναι αντιδάνειος, πρβλ. αγγλ. polemonium].

Greek (Liddell-Scott)

πολεμώνιον: τό, ὄνομα φυτοῦ τινος, Διοσκ. 4. 8. (9).