πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
-η, -ο, Ναυτός που συμπονεί τους συνανθρώπους του, που είναι ευαίσθητος στη δυστυχία τών άλλων, πονόψυχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πόνος + -καρδος (< καρδιά), πρβλ. ανοιχτόκαρδος].