πονόκαρδος
From LSJ
πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → many things are formidable, and none more formidable than man | wonders are many, and none is more wonderful than man | many things are bad, but nothing is more atrocious than man
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
αυτός που συμπονεί τους συνανθρώπους του, που είναι ευαίσθητος στη δυστυχία τών άλλων, πονόψυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόνος + -καρδος (< καρδιά), πρβλ. ανοιχτόκαρδος].