πορφυροφόρος

From LSJ

εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance

Source

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που φέρει πορφύρα, ο ντυμένος με πορφύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + -φόρος].