ποτεῖδον
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
ποτιδών, Dor. for προσεῖδον, προσιδών.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποτεῖδον Dor. voor προσεῖδον.
Russian (Dvoretsky)
ποτεῖδον: дор. aor. 2 к προσοράω.
Greek (Liddell-Scott)
ποτεῖδον: ποτιδών, Δωρ. ἀντὶ προσεῖδον, προσιδών, Θεόκρ.
Greek Monotonic
ποτεῖδον: ποτιδών, Δωρ. αντί προσεῖδον, προσιδών.