προβληματίζω

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294

Greek Monolingual

ΝΜ πρόβλημα, -ατος]
νεοελλ.
1. προκαλώ σε κάποιον σκέψεις, ερωτήματα ή ανησυχίες, του θέτω ένα πρόβλημα («η κατάστασή του μέ προβληματίζει»)
2. μέσ. προβληματίζομαι
(ως αμτβ.) α) σκέπτομαι ένα θέμα σε βάθος και με σοβαρότητα, προσπαθώντας να εξαγάγω τα σωστά συμπεράσματα
β) μού δημιουργούνται σκέψεις, ερωτήματα, ανησυχίες για κάτι
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) προβληματισμένος, -η, -ο
αυτός που έχει ερωτήματα, σκέψεις, ανησυχίες γύρω από ένα ζήτημα, από μια κατάσταση αυτός που προβληματίζεται
μσν.
(μόνο το μέσ.) (ως αποθ.) προβάλλω κάτι ως αμυντικό μέσο, ως μέσο άμυνας.