Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προγαστρίδιον

From LSJ

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195

Greek Monotonic

προγαστρίδιον: τό (γαστήρ), ψεύτικη κοιλιά που φορούσαν οι ηθοποιοί, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

προγαστρίδιον: (ῐ) τό набрюшник Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προγαστρίδιον -ου, τό [προγάστωρ] nepbuik (van toneelspelers).

Middle Liddell

προ-γαστρίδιον, ου, τό, γαστήρ
a false paunch worn by actors, Luc.