προδιηθώ
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
-έω, Α
(πιθ. αντί του προσδιηθῶ) σουρώνω, στραγγίζω, φιλτράρω κάτι προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διηθῶ «στραγγίζω, διϋλίζω»].