προενστατέον
From LSJ
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
English (LSJ)
one must object beforehand, Arist.SE176b26.
Greek (Liddell-Scott)
προενστᾰτέον: ἴδε προενίσταμαι.
Russian (Dvoretsky)
προενστᾰτέον: adj. verb. к προενίσταμαι.
German (Pape)
Adj. verb. zu προενίσταμαι.