προθεραπεία

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προθερᾰπεία Medium diacritics: προθεραπεία Low diacritics: προθεραπεία Capitals: ΠΡΟΘΕΡΑΠΕΙΑ
Transliteration A: protherapeía Transliteration B: protherapeia Transliteration C: protherapeia Beta Code: proqerapei/a

English (LSJ)

ἡ, Rhet.,
A preparation for the introduction of something startling, Hermog.Inv.4.12.
II Medic., preliminary treatment, Orib.Fr.55.

German (Pape)

[Seite 723] ἡ, vorhergehende Behandlung, Vorbereitung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προθερᾰπεία: ἡ, ἐν τῇ Ρητορικῇ, προπαρασκευὴ πρὸς τὴν εἰσαγωγὴν κακοζήλου τινός, «ὅτι τὰ κακόζηλά ἐστι πολλάκις ἰᾶσθαι τῇ προπαρασκευῇ τῇ καὶ προθεραπείᾳ καλουμένῃ· τὰ γὰρ προμαλαχθέντα τῇ ἑρμηνείᾳ νοῦν εἰσάγει» Ρήτορ. (Walz) 3. 179.

Greek Monolingual

ἡ, Α προθεραπεύω
1. (ρητ.) η προετοιμασία του ακροατή από τον ρήτορα για να ακούσει κάτι παράδοξο ή απίστευτο
2. η εκ τών προτέρων θεραπεία.