προκοιμώμαι

From LSJ

ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάοςglad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light

Source

Greek Monolingual

-άομαι, Α κοιμῶμαι
1. κοιμάμαι προηγουμένως
2. πεθαίνω πρώιμα
3. (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) oἱ προκεκοιμημένοι
οι νεκροί.