μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling
ο, θηλ. προλάτισσα, Νπροπορευόμενος οδηγός.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. στρατηλάτης].