προσεκδεκτέον
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
(as if from *προσεκδέχομαι) one must understand a thing in a certain sense besides, Sch.A.R.3.601.
Greek (Liddell-Scott)
προσεκδεκτέον: ῥηματ. ἐπίθ. ὡς ἐκ ῥήματ. προσεκδέχομαι, πρέπει τις προσέτι νὰ παραδεχθῇ τι ὡς ἔχον οὕτω κτλ., Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 601.