προσικνούμαι

From LSJ

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source

Greek Monolingual

-έομαι, Α
1. προσέρχομαι, φθάνωδῆγμα δὲ λύπης οὐδὲν ἐφ' ἧπαρ προσικνεῖται», Αισχύλ.)
2. φθάνω μέχρι... («τόξῳ γὰρ οὔτις πημάτων προσίξεται», Αισχύλ.)
3. πλησιάζω ως ικέτης («προσίζομαι μεσόμφαλον θ' ἵδρυμα Λοξίου πέδον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἱκνοῦμαι «έρχομαι, φθάνω»].