προσόμορος
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
English (LSJ)
*προσόμορος, v. προσόμουρος.
Russian (Dvoretsky)
προσόμορος: ион. προσόμουρος 2 пограничный, граничащий, соседний (τινι Her.).