προτιμάσσω

From LSJ

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτεροςthough they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source

German (Pape)

[Seite 792] dor. statt προσμάσσω, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

προτιμάσσω: Ἐπικ. ἀντὶ προσμάσσω.

Greek Monolingual

Α
(δωρ. τ.) βλ. προσμάσσω.

Greek Monotonic

προτιμάσσω: Επικ. αντί προσ-μάσσω.