Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πρωτομάρτυρας

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

ο, η, πρωτομάρτυς, -υρος, ΝΜΑ, και πρωτομάρτυρ, -ος, Μ
(κυρίως ως προσωνυμία του αγίου Στεφάνου και της αγίας Θέκλης) ο πρώτος που υπέστη μαρτυρικό θάνατο για την πίστη του στον Χριστό
νεοελλ.
1. (ως τιμητική προσφώνηση) αυτός που συμπεριλαμβάνεται μεταξύ τών σπουδαιότερων μαρτύρων της πίστης
2. στον πληθ. οι πρωτομάρτυρες
οι πρώτοι μάρτυρες εθνικού ή ιδεολογικού αγώνα («οι πρωτομάρτυρες της λευτεριάς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + μάρτυς, -υρος (πρβλ. μεγαλομάρτυρας)].