πρόσεργος
From LSJ
τί γὰρ καλὸν ζῆν βίοτον, ὃς λύπας φέρει → for what good is there to live a life that brings pain
German (Pape)
[Seite 762] zur Arbeit gehörig, ἄτρακτος, Leon. Tar. 8 (VI, 288).
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που προσφέρει ακόμη περισσότερο έργο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρόσεργον
α) κέρδος από χρήματα, τόκος
β) έκτακτη, πρόσθετη εργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἔργον (πρβλ. πάρεργον)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόσεργος -ον [πρός, ἔργον] behulpzaam:. τὸν πρόσεργον ἄτρακον de behulpzame spoel AP 6.288.3.
Russian (Dvoretsky)
πρόσεργος: постоянно работающий, неутомимый (ἄτρακτος Anth.).