πρόσπου
From LSJ
παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die
Full diacritics: πρόσπου | Medium diacritics: πρόσπου | Low diacritics: πρόσπου | Capitals: ΠΡΟΣΠΟΥ |
Transliteration A: próspou | Transliteration B: prospou | Transliteration C: prospou | Beta Code: pro/spou |
about, of round numbers, Mon.Anc.Gr.14.1, al.
Α
επίρρ. (για στρογγυλούς αριθμούς) περίπου, σχεδόν, πάνω κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + που (πρβλ. περίπου)].