πρότραπος

From LSJ

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source

German (Pape)

[Seite 793] οἶνος, = πρότροπος, von Apoll. L. Hom. v. τράπεον gebildet, um πρότροπος zu erklären.

Greek Monolingual

ὁ, Α
πρότροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ + τραπέω «πατώ σταφύλια»].