πρότροπος
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
(sc. οἶνος), ὁ, (τραπέω) a sweet Mytilenean wine, that flowed from the grape before the treading (cf. Poll.6.17, Moer.p.305P.), Dsc.5.6, Androm. ap.Gal.13.30, Xenocr. ap. Orib.2.58.114, Ath.1.30b, 2.45e.
German (Pape)
[Seite 794] ὁ, οἶνος, Diosc., s. πρόδρομος. Vgl. πρότραπος.
Greek (Liddell-Scott)
πρότροπος: (οἶνος), ὁ, «πρότροπος δ’ ἦν τις οἶνος, ὁ πρὶν ἀποθλίβεσθαι ἐκρυεὶς» Πολυδ. Ϛ´, 17· «πρότροπος οἶνος, ὁ πρὸ τοῦ πατηθῆναι τὴν σταφυλὴν ῥεύσας» Μοῖρ. 305· ― ὁ ἐκ σταφυλῆς ἐπὶ τῶν κλημάτων ὀπτηθείσης, Διοσκ. 5. 9· ὁ γλυκὺς Λέσβιος οἶνος, Ἀθήν. 30Β, 45Ε, Γαλην. τ. 13, σ. 533.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(για οίνο)
1. κρασί που χύνεται από στιβαγμένα σταφύλια πριν αυτά πατηθούν
2. κρασί που προέρχεται από σταφύλια ξεραμένα επάνω στα κλήματα
3. ο γλυκός οίνος της Λέσβου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -τροπος < ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας trep- «πατώ, ποδοκροτώ» (βλ. λ. τραπέω), πρβλ. πιθ. πρότροπα].