πτερόποδα
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
Greek Monolingual
τα, Ν
1. ζωολ. γενική ονομασία πλαγκτονικών οπισθοβράγχιων γαστερόποδων μαλακίων που άλλοτε αποτελούσαν την ομώνυμη τάξη, ενώ πρόσφατα διαχωρίστηκαν σε δύο τάξεις, τα γυμνοσώματα και τα θηκοσώματα
2. φρ. «ιλύς πτεροπόδων»
(γεωλ.-ωκεαν.) χαλαρό ίζημα βαθιών θαλασσών στο οποίο τα επιμήκη κελύφη τών πτεροπόδων απαντούν σε ποσοστό πάνω από 30%.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pteropoda (< πτερό + πούς, ποδός)].