πτερόποδα

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167

Greek Monolingual

τα, Ν
1. ζωολ. γενική ονομασία πλαγκτονικών οπισθοβράγχιων γαστερόποδων μαλακίων που άλλοτε αποτελούσαν την ομώνυμη τάξη, ενώ πρόσφατα διαχωρίστηκαν σε δύο τάξεις, τα γυμνοσώματα και τα θηκοσώματα
2. φρ. «ιλύς πτεροπόδων»
(γεωλ.-ωκεαν.) χαλαρό ίζημα βαθιών θαλασσών στο οποίο τα επιμήκη κελύφη τών πτεροπόδων απαντούν σε ποσοστό πάνω από 30%.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pteropoda (< πτερό + πούς, ποδός)].