πυριμάχος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A resisting fire, of a fire-proof stone, Arist.Mete.383b5, Mir.833b27.
II fiery in fight, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρῐμάχος: -ον, ἢ πυρίμαχος, ον, ὁ ἀνθιστάμενος πρὸς τὸ πῦρ, ἐπὶ λίθου ἀντέχοντος εἰς τὸ πῦρ, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 10, π. Θαυμασ. 48. 1· πρβλ. πυρομάχος, ΙΙ. «ὁ ἐν τῇ (μάχῃ) ἀνίκητος» Ἡσύχ.