πυρνοτόκος

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυρνοτόκος Medium diacritics: πυρνοτόκος Low diacritics: πυρνοτόκος Capitals: ΠΥΡΝΟΤΟΚΟΣ
Transliteration A: pyrnotókos Transliteration B: pyrnotokos Transliteration C: pyrnotokos Beta Code: purnoto/kos

English (LSJ)

πυρνοτόκον, food-producing, ἄρουρα Hymn.Is.45.

Greek (Liddell-Scott)

πυρνοτόκος: -ον, ὁ παράγων τροφήν, ἄρουρα Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 45.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για εδαφική έκταση) αυτός που παράγει τροφήπυρνοτόκος ἄρουρα», Υμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύρνος + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. καρποτόκος.