ράμπα

From LSJ

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. (θέατρ.) η σειρά τών φώτων σε όλο το πλάτος του προσκηνίου, από τις δύο μεριές του υποβολείου
2. τεχνολ. κεκλιμένο επίπεδο, τοποθετημένο έτσι που να επιτρέπει την επικοινωνία μεταξύ δύο οριζόντιων επιπέδων, όταν αυτά βρίσκονται σε διαφορετικό ύψος (α. «ράμπα αυτοκινήτων» β. «ράμπα σιδηροδρομικού σταθμού»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. rampe < ρ. ramper «έρπω, σύρομαι με την κοιλιά»].