ρίμα
From LSJ
Greek Monolingual
η, Ν
1. ομοιοκαταληξία
2. επαινετικό ή σκωπτικό ποίημα από ομοιοκατάληκτα δίστιχα
3. πληθ. οι ρίμες
οι ριμάδες, ομοιοκατάληκτα δημώδη δίστιχα, λειανοτράγουδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. rima, πιθ. < λατ. rhythmus (< ῥυθμός)].
η, Ν
1. ομοιοκαταληξία
2. επαινετικό ή σκωπτικό ποίημα από ομοιοκατάληκτα δίστιχα
3. πληθ. οι ρίμες
οι ριμάδες, ομοιοκατάληκτα δημώδη δίστιχα, λειανοτράγουδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. rima, πιθ. < λατ. rhythmus (< ῥυθμός)].