ραβδίζω
From LSJ
αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child
Greek Monolingual
ῥαβδίζω ΝΜΑ ῥάβδος
1. χτυπώ κάποιον με ράβδο, δέρνω με το ραβδί, ξυλοκοπώ
2. (σχετικά με δέντρα) ρίχνω κάτω τους καρπούς τινάζοντας ή χτυπώντας τα κλαδιά με ειδική ράβδο, τη ραβδιστήρα («ῥαβδίζειν ἐλάας», θεόφρ.)
3. (σχετικά με σιτηρά) αποχωρίζω τους καρπούς τών σιτηρών από τα άχυρα χτυπώντας τα με ραβδί.