ροδόπνους
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
-ουν και ῥοδόπνοος, -ον, Α
αυτός που αποπνέει άρωμα ρόδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + -πνους / -πνοος (< πνοή < πνέω), πρβλ. μικρόπνους, ολιγόπνους].