ρουφηχτός

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν ρουφώ
1. αυτός που τρώγεται ή πίνεται με ρούφηγμα («ρουφηχτά αβγά»)
2. φρ. «ρουφηχτό φιλί» — παρατεταμένο φιλί με παράλληλη κίνηση ρόφησης.