σβουρίζω

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

Greek Monolingual

Ν σβούρα
1. περιστρέφομαι ή βουίζω σαν σβούρα
2. μτφ. χτυπώ, χαστουκίζω («του σβούριξε μία και του 'φυγαν τα γυαλιά»).