σειράδιον
From LSJ
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
English (LSJ)
τό, Dim. of σειρά, Eust.1291.31, 1923.55.
German (Pape)
[Seite 868] τό, dim. von σειρά, kleines Seil, Band, Eust. zu Il. 23, 119.
Greek (Liddell-Scott)
σειράδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σειρά, Εὐστ. 1291. 32., 1923. 55, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 74. - Ἴδε Κόντου Φιλολογ. Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θ΄, σ. 82.