σεσήμασμαι

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source

French (Bailly abrégé)

pf. Pass. de σημαίνω.

Russian (Dvoretsky)

σεσήμασμαι: pf. pass. к σημαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σεσήμασμαι perf. med. van σημαίνω.