τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery
-α, -ον, Α σιδηρούς, σιδερένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίδηρος + κατάλ. -αιος (πρβλ. νόμαιος)].