σιδηροβόρος

From LSJ

ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροβόρος Medium diacritics: σιδηροβόρος Low diacritics: σιδηροβόρος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΒΟΡΟΣ
Transliteration A: sidērobóros Transliteration B: sidēroboros Transliteration C: sidirovoros Beta Code: sidhrobo/ros

English (LSJ)

σιδηροβόρον, = σιδηροβρώς, σ. σίδηρος a file, Opp.C.2.174.

German (Pape)

[Seite 879] = σιδηροβρώς, Opp. Cyn. 2, 174.

Greek (Liddell-Scott)

σιδηροβόρος: -ον, = σιδηροβορώς, σ. σίδηρος, ῥίνη, ῥινίον, Ὀππ. Κυν. 2. 174.

Greek Monolingual

-α, -ο / σιδηροβόρος, -ον, ΝΑ, θηλ. και σιδηροβόρος Ν
αυτός που κατατρώγει, που διαβρώνει, που καταστρέφει τον σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. σαρκοβόρος].