σκίρα

From LSJ

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source

Greek Monolingual

ΜΑ
(κατά το λεξ. Σούδα) «γῆ λευκή, ὥσπερ γύψος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του σκῖρος ()].