σκίτσο
From LSJ
Greek Monolingual
το, Ν
1. προκαταρκτικό, πρόχειρο ή και βιαστικό σχέδιο στο οποίο ο καλλιτέχνης καταγράφει τις πρώτες ιδέες του για ένα έργο του, που θα πραγματοποιηθεί μελλοντικά με περισσότερη ακρίβεια και λεπτομέρεια
2. απεικόνιση προσώπου ή πράγματος με απλές γραμμές, σκιαγράφημα, σκαρίφημα
3. μτφ. σύντομη, σε γενικές γραμμές, περιγραφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. schizzo < λατ. schedium < σχέδιος].