σκαριφηθμός

From LSJ

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source

German (Pape)

[Seite 889] ὁ, = σκαριφισμός, Numen. bei Eust.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. σκαριφησμός.