σκαριφηθμός

From LSJ

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source

German (Pape)

[Seite 889] ὁ, = σκαριφισμός, Numen. bei Eust.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. σκαριφησμός.