Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
Full diacritics: σκᾰφετός | Medium diacritics: σκαφετός | Low diacritics: σκαφετός | Capitals: ΣΚΑΦΕΤΟΣ |
Transliteration A: skaphetós | Transliteration B: skaphetos | Transliteration C: skafetos | Beta Code: skafeto/s |
ὁ, hoeing, Glossaria.
[Seite 890] ὁ, = σκάπετος, Theophr.
σκᾰφετός: ὁ, σκάπετος, Γλωσσ.
ὁ, Α
η σκαφή, το σκάψιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ- του σκάπτω (βλ. σκάβω) + επίθημα -ετός (πρβλ. παγετός)].