σκιάξιμο

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460

Greek Monolingual

το, Ν
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκιάζω (II), εκφοβισμός, τρόμαγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έσκιαξα του σκιάζω (ΙΙ) «φοβίζω» + κατάλ. -ιμο (πρβλ. κράξιμο)].