σκορπιδόχορτο

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22

Greek Monolingual

το, Ν
1. το φυτό σκορπίδι
2. φρ. «έγινε σκορπιδόχορτο» — λέγεται για χρηματικό ποσό ή για περιουσία που σπαταλήθηκε άσκοπα.