σκορπιονοειδείς
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
Greek Monolingual
οι, Ν
ζωολ. τάξη ευρύτατα διαδεδομένων τελεόστεων ιχθύων, που απαντούν σε όλες τις θάλασσες, καθώς και στα γλυκά νερά, με 20 περίπου οικογένειες, κυριότερες από τις οποίες είναι οι σκορπαινίδες, οι τριγλίδες, οι κοττίδες, οι αγονίδες, οι κυκλοπτερίδες, οι εξαγραμμίδες και οι δακτυλοπτερίδες, αλλ. σκληροπάρειοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. scorpaenoidea < σκόρπαινα + -ειδής].