σκουξιά

From LSJ

Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχηFortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück

Menander, Monostichoi, 428

Greek Monolingual

η, Ν
σκούξιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έ-σκουξ-α, αόρ. του ρ. σκούζω + κατάλ. -ιά (πρβλ. σπρωξιά)].