Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχη → Fortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück
η, Νσκούξιμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < έ-σκουξ-α, αόρ. του ρ. σκούζω + κατάλ. -ιά (πρβλ. σπρωξιά)].