σκουραίνω

From LSJ

Νικᾷ γὰρ αἰεὶ διαβολὴ τὰ κρείττονα → Calumniae mos vincere id, quod rectius → Verleumdung siegt stets über das, was besser ist

Menander, Monostichoi, 376

Greek Monolingual

Ν σκούρος
1. κάνω κάτι σκούρο, του δίνω σκούρο χρώμα
2. γίνομαι σκούρος, σκοτεινόχρωμος, μαυρειδερός (α. «το ασήμι σκουραίνει σιγά σιγά» β. «ο ουρανός άρχισε να σκουραίνει»)
3. μτφ. εξελίσσομαι άσχημα, πάω προς το χειρότερο, επιδεινώνομαι («άρχισαν να σκουραίνουν τα πράγματα»).