σκρόφουλα

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source

Greek Monolingual

η, Ν
κοινή ονομασία ασθένειας που προσβάλλει τον λάρυγγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scrofula < scrofa (πρβλ. σκρόφα)].