σκυλακευτής
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
English (LSJ)
σκυλακευτοῦ, ὁ, dog-trainer, Him.Ecl.21.4.
Greek (Liddell-Scott)
σκυλᾰκευτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀνατρέφων κύνας, Ἱμέριος παρὰ Φωτίῳ 373.
Greek Monolingual
ὁ, Α σκυλακεύω
αυτός που εκτρέφει σκύλους.